χρυσή τομή

χρυσή τομή
Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα τους ανάλογα, αν ληφθεί ως μονάδα μέτρησης s = 1 και, αν x είναι το μέτρο του τμήματος m, έχουμε 1 : x = x : (1 – x), από όπου προκύπτει x2 + x – 1 = 0 και επομένως, επειδή το x είναι οπωσδήποτε θετικό, x = - 1+ 5\ 2 Για τη γεωμετρική κατασκευή της χ.τ. του τμήματος AB (*σχήμα), φέρεται στο σημείο Β η κάθετος, και, αφού ληφθεί επάνω σε αυτήν τμήμα ΒΓ = AB, χαράσσεται η περιφέρεια της διαμέτρου ΒΓ: η ευθεία που συνδέει το Α με το Μ, μέσο σημείο του ΒΓ, τέμνει την περιφέρεια στα σημεία Π και Ρ. Το τμήμα ΑΠ μεταφέρεται στην ευθεία AB και επιτυγχάνεται το τμήμα ΑΧ· από τα δύο όμοια τρίγωνα ABP και ΑΠΒ εξάγεται AP : AB = AB : ΑΠ από όπου (AP – AB) : AB = (AB – ΑΠ): ΑΠ και επομένως A B = Α X A X XB’ δηλαδή ΑΧ είναι η χ.τ. του AB. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού είναι εκείνος που ο Ευκλείδης ονόμαζε διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος σε μέσο και άκρο λόγο. Ο όρος χρυσή αναφέρεται στον χαρακτήρα τελειότητας που απέδιδαν κατά την Αναγέννηση στην έννοια αυτή, τόσο ώστε, π.χ., στον ανατομικό κανόνα του ανθρώπινου σώματος, κατά τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο ομφαλός διαιρεί το ύψος του ανθρώπου κατά τη χρυσή του τομή και ο Λούκα Πατσιόλι, αφού ονόμασε τη σχέση αυτή θεία αναλογία, την έλαβε ως βάση της αισθητικής αναλογίας των κτιρίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Университетская фаланга — Офицеры Национальной гвардии (в центре) и Университетской фаланги (справа) работа Аравантинос, Паноса Унив …   Википедия

  • Ασίκης, Θάνος — (Κροκύλιο Φωκίδας 1946 –). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Σπούδασε στη σχολή Δοξιάδη και στη σχολή δημοσιογράφων Όμηρος. Σταδιοδρόμησε ως σκηνογράφος, σχεδιαστής, μακετίστας, διακοσμητής και ζωγράφος. Έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές και ατομικές… …   Dictionary of Greek

  • Πατσιόλι, Λούκα — (Pacioli, Μπόργκο Σαν Σεπόλκρο 1445 – Ρώμη 1510 περίπου). Ιταλός μαθηματικός (γνωστός με την επωνυμία Λουκάς του Μπόργκο). Υπήρξε φραγκισκανός ιερωμένος και δίδαξε μαθηματικά σε πολλές πόλεις και στην Μπολόνια (γύρω στο 1500). Εκπόνησε μια μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”